- αγγειαλγία
- Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία.
* * *ηπόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του.
Dictionary of Greek. 2013.